- πινόντων
- πῑνόντων , πίνωAër.pres part act masc/neut gen plπῑνόντων , πίνωAër.pres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пити — ПИ|ТИ (486), Ю, ѤТЬ гл. 1.Пить: лѹче бо съ ѹставъмь пити вино. съ величаниѥмь водьнѹѹмѹ питию. (οἰνοποσία) Изб 1076, 237 об.; въ волости твоеи толико вода пити в городищѧньх а рушань скорбꙊ про городищѧне. ГрБ (ст. р.) № 10, 40–90 XII; хлѣбъ сѹхъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PYRAECHMES — Rex Euboeae. Ptol. in Parallelis: Πυραιχμης, βασιλεὺς Ε᾿υβοιέων ἐπολέμει Βοιωτοῖς, ὃν Η῾ρακλῆς, ἔτι νέος ὤν, ἐνίκησεν. Πώλοις δὲ προσδήσας, καὶ ἐις δύο μέρη διελὼν τὸν Πυραίχμην ἂταφον ἔῤῥιψεν: ὁ δὲ τόπος προσαγορεύεται Πῶλοι Πυραίχμου. κεῖται δὲ … Hofmann J. Lexicon universale
παράφορος — η, ο / παράφορος, ον, ΝΑ [παραφέρω] αυτός που φέρεται, που κινείται κοντά σε κάτι με σφοδρότητα, σφοδρός, ορμητικός (α. «παράφορος έρωτας β. «παράφορος πρὸς δόξαν», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που παραφέρεται, που εξάπτεται εύκολα, ευερέθιστος,… … Dictionary of Greek
πληκτίζομαι — Α 1. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ («αργάλεον δὲ πληκτίζεσθ ἀλόχοισι Διός», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπάω με τα χέρια μου το στήθος θρηνολογώντας, στηθοδέρνομαι («κόμην τίλλουσα γόῳ πληκτίζετο μήτηρ», (Ανθ. Παλ.) 3. μτφ. κάνω ζωηρά ερωτικά παιχνίδια, σεξουαλικές … Dictionary of Greek